- υπόγλωσσος
- και αττ. τ. ὑπόγλωττος, -ον, Α1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα2. ο κάπως φλύαρος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόγλωσσον και ὑπόγλωττονονομασία δύο φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πρό-γλωσσος].
Dictionary of Greek. 2013.